φυλλιάζω

φυλλιάζω
(αόρ. φύλλιαξα) μετ.
1) см. φελ(λ)ιάζω 2; 2) прививать оспу, делать прививку от оспы (кому-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φυλλιάζω" в других словарях:

  • φυλλιάζω — και φελλιάζω Ν (σχετικά με δένδρα) μπολιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ φύλλιον «μπόλι» (πρβλ. θρονιάζω < ἐν θρονιάζω, θυμούμαι < ενθυμούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • θήλιασμα — το φύλλιασμα, μπόλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλιάζω, εσφ. γρφ. τού φυλλιάζω (βλ. λ. θηλειάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • φελλιάζω — Ν βλ. φυλλιάζω …   Dictionary of Greek

  • φύλλιασμα — και φέλλιασμα, το, Ν [φυλλιάζω / φελλιάζω] εμβολιασμός, κέντρωμα δένδρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»